λήδο

λήδο
το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ledum < νεολατ. ledum < λῆδον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυθομέριμνος — μυθομέριμνος, ον (Μ) αυτός που μεριμνά για τους μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. μῦθος + μέριμνος (< μέριμνα «φροντίδα»), πρβλ. ληδο μέριμνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”